- σταφυλη-κόμος
σταφυλη-κόμος, Trauben pflegend, Ὡραι, Nonn. D. 12, 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σταφυλη-κόμος, Trauben pflegend, Ὡραι, Nonn. D. 12, 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σταφυληκόμος — ον, Α το αρσ. ως ουσ. ὁ σταφυληκόμος ο αμπελουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή + κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. παιδο κόμος] … Dictionary of Greek