- σταυρο-ειδής
σταυρο-ειδής, ές, von der Gestalt eines Pfahls od. Kreuzes, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σταυρο-ειδής, ές, von der Gestalt eines Pfahls od. Kreuzes, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημιτονοειδής — ές φρ. «ημιτονοειδής καμπύλη» επίπεδη καμπύλη, που η τεταγμένη της είναι το ημίτονο τού τόξου που λαμβάνεται επάνω σε κύκλο με ακτίνα ίση με την τετμημένη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημί τονο + ειδής (< είδος), πρβλ. ανθρωπο ειδής, σταυρο ειδής] … Dictionary of Greek
θηλυκοειδής — θηλυκοειδής, ές (Μ) αυτός που ταιριάζει σε γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυκός + ειδής (< είδος), πρβλ. ρομβο ειδής, σταυρο ειδής] … Dictionary of Greek
καλαμοειδής — ές (Α καλαμοειδής, ές) αυτός που μοιάζει με καλάμι, αυτός που έχει σχήμα καλαμιού. επίρρ... καλαμοειδῶς (Α) όμοια με καλάμι, με σχήμα καλαμιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + ειδής (πρβλ. αγκιστρο ειδής, σταυρο ειδής)] … Dictionary of Greek
κλιβανοειδής — και κριβανοειδής, ές (Α) αυτός που έχει σχήμα κλιβάνου, αυτός που μοιάζει με κλίβανο («πωμάσας τὸν λύχνον... ἀγγείῳ κεραμέῳ κλιβανοειδεῑ», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίβανος ή κρίβανος + ειδής (< εἶδος), πρβλ. κυλινδρο ειδής, σταυρο ειδής] … Dictionary of Greek