στύπος

στύπος

στύπος, εος, τό, Stock, Stange, Stengel, Stiel, stipes, Schol. Ap. Rh. 1, 1117; στύπη δρύϊνα, Pol. 22, 16, 4; Nic. Ther. 952; Al. 70, ὅλμου στύπος = κύτος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στύπος — stem neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στύπος — (I) το, ΝΑ, και τ. γεν. ους και ασυναίρ. τ. εος, Α νεοελλ. 1. ευθυτενής κορμός δέντρου, που μοιάζει ως προς το σχήμα με στύλο ο οποίος έχει στην κορυφή του έναν μόνο θύσανο βλαστών, όπως ο κορμός τού φοίνικα ή δενδρόμορφων ειδών φτέρης 2. ναυτ.… …   Dictionary of Greek

  • στύπει — στύπος stem neut nom/voc/acc dual (attic epic) στύπεϊ , στύπος stem neut dat sg (epic ionic) στύπος stem neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στύπη — στύπος stem neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) στύπος stem neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στύπεα — στύπος stem neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στύπεσιν — στύπος stem neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυπ(π)είο — και στυπ(π)ίο, το / στυπ(π)εῑον και στυπ(π)ίον, ΝΑ, και στιππύον και στίππυον και στιπύον και στίππον και στίππιον και στιππῑον και σίππιον και ως αρσ. στίπ(π)ος και στύπος, ὁ, Α το στουπί. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολ., ο οποίος… …   Dictionary of Greek

  • στυπάζω — Α (κατά τον Ησύχ.) στυπάζει «βροντᾶ, ψοφεῑ, ὠθεῑ». [ΕΤΥΜΟΛ. < στύπος (Ι). Για τη σημ. τού ρ. βλ. λ. στύπος (Ι)] …   Dictionary of Greek

  • στύπη — (I) η, Ν βοτ. βλ. στύπα. (II) ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «στύπος». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. στύπος (Ι) κατά τα θηλ.] …   Dictionary of Greek

  • τσύπος — και τσίπος, ο, Ν ναυτ. στύπος άγκυρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < στύπος, με αντιμετάθεση τών συμφώνων στο συμφωνικό σύμπλεγμα στ (πρβλ. άτσαλος* < ατάσθαλος)] …   Dictionary of Greek

  • спица — диал. также вязальная игла, заноза , олонецк. (Кулик.), копье для охоты за морским зверем , арханг. (Подв.), отсюда образовано спичка, диал. шпица спица , севск. (Преобр.); укр. спиця, блр. спiца, др. русск. стъпица (Успенск. сборн. ХII в.; см.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”