- στύπινος
στύπινος, auch στύππινος, von Werg gemacht, D. Sic. 1, 35. – Γέρων στ. erkl. Phryn. in B. A. 33 : λευκὸς καὶ πολιός, oder der schwache: ἐπειδὴ ἀσϑενέστερά ἐστι τὰ στύππινα τῶν λινῶν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στύπινος, auch στύππινος, von Werg gemacht, D. Sic. 1, 35. – Γέρων στ. erkl. Phryn. in B. A. 33 : λευκὸς καὶ πολιός, oder der schwache: ἐπειδὴ ἀσϑενέστερά ἐστι τὰ στύππινα τῶν λινῶν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στύπινος — η, ο / στύπ(π)ινος, ίνη, ον, ΝΜΑ, και στούπ(π)ινος, ίνη, ον, Μ, και στυππέϊνος και στιπ(π)ύϊνος και στυππόϊνος και στιππόϊνος και στιπύϊνος Α κατασκευασμένος από στουπί αρχ. μτφ. όμοιος με στουπί, αδύνατος, ασθενής («γέρων στύππινος», Κωμ.… … Dictionary of Greek
στιπύϊνος — ίνη, ον, Α βλ. στύπινος … Dictionary of Greek
στούπ(π)ινος — ὁ, Μ βλ. στύπινος … Dictionary of Greek
στυππέϊνος — ίνη, ον, Α βλ. στύπινος … Dictionary of Greek