- στόμβος
στόμβος, = βαρύηχος, βαρύφϑογγος, Galen. Vgl. στόμφος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στόμβος, = βαρύηχος, βαρύφϑογγος, Galen. Vgl. στόμφος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στόμβος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόμβος — η, ον, Α βαρύηχος, υπόκωφος. [ΕΤΥΜΟΛ. Εσφ. τ. αντί τού ορθού στόμφος (βλ. λ. στέμβω)] … Dictionary of Greek
στόμβον — στόμβος masc acc sg στόμβος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)