στόμφος

στόμφος

στόμφος, , auch στόβος, 1) als subst. eigtl. ein vollgenommener Mund, ein großes Maul, daher – a) Großprahlerei, Windbeutelei, ἀλαζονεία, auch hochtrabender Schwulst der Rede, Longin., der von der Tragödie sagt πρᾶγμα ἐπιδεχόμενον στόμφον. – b) Schelten, Schimpfen, Verspotten, VLL. – 2) als adj. von Personen, das Maul vollnehmend, großprahlerisch od. scheltend.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στομφός — high sounding masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόμφος — lofty phrases masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στομφός — ή, όν, θηλ. και ός, Α πομπώδης, κομπαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < στόμφος, με καταβιβασμό τού τόνου στη λήγουσα] …   Dictionary of Greek

  • στόμφος — ο πομπώδες ύφος: Μίλησε με στόμφο. – Το ύφος του το διακρίνει στόμφος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στόμφος — ο, ΝΜΑ επιτηδευμένος λόγος, πομπώδης έκφραση που δείχνει αλαζονεία ή τάση επίδειξης, μεγαλαυχία, μεγαληγορία αρχ. 1. το γεμάτο στόμα, το μπουκωμένο έτσι ώστε να φουσκώνουν τα μάγουλα 2. το υψηλό και μεγαλοπρεπές ύφος τού λόγου, όπως στην τραγωδία …   Dictionary of Greek

  • στόμφον — στόμφος lofty phrases masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόμφῳ — στόμφος lofty phrases masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -αξ — (ΑΝ)· [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματική κατάληξη χρησιμοποιούμενη στον σχηματισμό υστερογενών παραγώγων. Προέρχεται από το ΙΕ. επίθημα k και την επέκτασή του σε θεματικό ko, που ήταν από τα πιο παραγωγικά επιθήματα της ΙΕ. Πρβλ. μείραξ «κορίτσι»: σανσκρ. marya… …   Dictionary of Greek

  • ογκηρός — ὀγκηρός, ά, όν (Α) 1. εξογκωμένος, ογκώδης, πρησμένος 2. μτφ. πομπώδης («ἐν τραγωδίᾳ, πράγματι ὀγκηρῷ φύσει», Λογγίν.) 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀγκηρόν κομπορρημοσύνη, στόμφος 4. φρ. «ὀγκηρότερον διάγειν» το να συμπεριφέρεται κάποιος με μεγαλύτερη… …   Dictionary of Greek

  • ογκώδης — (I) ες (ΑΜ ὀγκώδης, ῶδες) [όγκος (Ι)] 1. αυτός που έχει μεγάλο όγκο, παχύς, χοντρός φουσκωμένος (α. «ογκώδης τόμος» β. «πλευρὰ ή πρὸς τὴν γαστέρα ὀγκωδεστέρα», Ξεν.) 2. μτφ. στομφώδης, πομπώδης («ὀγκώδη ποιήματα», Φιλόδ.) νεοελλ. άκομψος, βαρύς,… …   Dictionary of Greek

  • στέμβω — ΜΑ κινώ εδώ και εκεί, ανακινώ μσν. κακομεταχειρίζομαι, υβρίζω, χλευάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. στέ μ βω, όπως και οι τ. ἀ στε μ φής «στέρεος, αμετακίνητος», στέ μ φυλο* «πολτώδης μάζα που απομένει μετά τη σύνθλιψη σταφυλιών ή ελιών» και στό μ φος* / στό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”