- στόχασμα
στόχασμα, τό, das, womit man zielt, der Wurfspieß, ἀγκυλωτοῖς Θεσσαλῶν στοχάσμασιν, Eur. Bacch. 1203. – Das Erzielte, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στόχασμα, τό, das, womit man zielt, der Wurfspieß, ἀγκυλωτοῖς Θεσσαλῶν στοχάσμασιν, Eur. Bacch. 1203. – Das Erzielte, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στόχασμα — το, ΝΑ [στοχάζομαι] νεοελλ. ό,τι στοχάζεται, ό,τι σκέπτεται κανείς αρχ. 1. αυτό με το οποίο σημαδεύει κανείς τον στόχο 2. (κατ επέκτ.) βέλος, ακόντιο … Dictionary of Greek
στοχάσμασιν — στόχασμα missile neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοχασμάτιο — το, Ν [στόχασμα, άσματος] όργανο με ξύλινο κανόνα και μετρικές υποδιαιρέσεις για τοπογραφικές χωροσταθμήσεις … Dictionary of Greek