στόρνῡμι

στόρνῡμι

στόρνῡμι, spätere Form von στορέννυμι, von der sich indeß bei Hom. auch eine Spur findet, das fem. part. καστορνῦσα; u. Soph. παῖδα δέμνια στορνύντα, Trach. 898; wie στορέννυμι übertr., λῆμα οὔπω στόρνυσι χρόνος τὸ σόν, beschwichtigen, demüthigen, Eur. Heracl. 702; στόρνυ τ' ἐμοὶ καὶ τῇδε κουρίδιον λέχος, Ar. Pax 810; στορνύντες ὁδὸν μυρσίνῃσιν, damit bestreuen, Her. 7, 54.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στόρνυμι — Α βλ. στρώνω …   Dictionary of Greek

  • στόρνυμι — στόρνῡμι , στόρεννυμι pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρώνω — ΝΜΑ και στρώννυμι και στρωννύω και στορέννυμι και στόρνυμι Α 1. απλώνω κάτι ώστε να καλύψει μια επιφάνεια, καλύπτω μια επιφάνεια απλώνοντας ή διασπείροντας ένα υλικό πάνω σε αυτήν (α. «στρώσε το τραπεζομάντιλο» β. «τό στρωσε» ενν. το χιόνι γ.… …   Dictionary of Greek

  • сторы(шторы) — подъемные на валике занавески Ср. Дневной свет боясь нарушить общий покой, едва пробивался сквозь опущенные сторы... А.П. Чехов. В сумерках. Пустой случай. Ср. Он... умилился по поводу того факта, что на земле мы не увидим ничего открытого:… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • шторы — сторы (шторы) подъемные на валике занавески Ср. Дневной свет боясь нарушить общий покой, едва пробивался сквозь опущенные сторы... А.П. Чехов. В сумерках. Пустой случай. Ср. Он... умилился по поводу того факта, что на земле мы не увидим ничего… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Сторы — Сторы; шторы подъемныя на валикѣ занавѣски. Ср. Дневной свѣтъ боясь нарушить общій покой, едва пробивался сквозь опущенныя сторы... А. П. Чеховъ. Въ сумеркахъ. Пустой случай. Ср. Онъ... умилился по поводу того факта, что на землѣ мы не увидимъ… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • επιστορέννυμι — ἐπιστορέννυμι και ἐπιστόρνυμι (Α) 1. επιστρώνω («ἐστόρεσαν δ’ ἐπὶ δέρμα» έστρωσαν δέρμα πάνω στην κλίνη, Ομ. Οδ.) 2. σαμαρώνω («κάμηλος ἀλουργίδι ἐπέστρωτο», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + στόρνυμι «στρώνω»] …   Dictionary of Greek

  • οδόστρωση — και οδοστρωσία, η (Μ ὁδοστρωσία) το στρώσιμο τής επιφάνειας τού δρόμου με ανθεκτικά υλικά, η κατασκευή οδοστρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οδόστρωση < ὁδός + στρώση μέσω αμάρτυρου *ὁδοστρώνω (πρβλ. λιθό στρωση). Η λ., στον λόγιο τ. όδόστρωσις,… …   Dictionary of Greek

  • ομόργνυμι — ὀμόργνυμι (Α) (συν. στο μέσ.) σφουγγίζω, σκουπίζω («χερσὶ παρειάων δάκρυ ὀμορξαμένη», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀ μόργ νυμι (πρβλ. στόρνυμι), με προθεματικό φωνήεν ὀ , ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *mrĝ τής ΙΕ ρίζας *merĝ «σκουπίζω, καθαρίζω,… …   Dictionary of Greek

  • στέρνο — το / στέρνον, ΝΜΑ 1. το πρόσθιο μέρος τού θώρακα, το στήθος («παίει κατὰ τὸ στέρνον καὶ τιτρώσκει διὰ τοῡ θώρακος», Ξεν.) 2. πλατύ επίμηκες και μονοφυές οστό που καταλαμβάνει τη μεσότητα τής εμπρόσθιας μοίρας τού θώρακα και με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • στορά — ἡ, Α υπόστρωμα από πέτρες, πάνω στο οποίο γινόταν η πλακόστρωση ναού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στορ τού στόρνυμι* (πρβλ. στορεύς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”