στωμυλία

στωμυλία

στωμυλία, , Geschwätzigkeit, Plauderhaftigkeit; Ar. Ran. 1067; φιλοπαίγμων, Philodem. 31 (XII, 222); u. in späterer Prosa, wie Pol. 9, 20, 6, Alciphr. 3, 70.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στωμυλία — στωμυλίᾱ , στωμυλία wordiness fem nom/voc/acc dual στωμυλίᾱ , στωμυλία wordiness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στωμυλίᾳ — στωμυλίαι , στωμυλία wordiness fem nom/voc pl στωμυλίᾱͅ , στωμυλία wordiness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στωμυλία — η, ΝΑ και στομυλία Α [στωμύλος] 1. ευχερής και ευχάριστη πολυλογία 2. ευφράδεια, ευγλωττία αρχ. φλυαρία, φληνάφημα …   Dictionary of Greek

  • στωμυλίας — στωμυλίᾱς , στωμυλία wordiness fem acc pl στωμυλίᾱς , στωμυλία wordiness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στωμυλίαν — στωμυλίᾱν , στωμυλία wordiness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στωμυλίη — στωμυλία wordiness fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στωμυλίην — στωμυλία wordiness fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυκόκαπρος — λυκόκαπρος, ον (Μ) φρ. «λυκόκαπρος στωμυλία» άγρια και επιθετική ρητορεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + κάπρος] …   Dictionary of Greek

  • στομυλία — ἡ, Α βλ. στωμυλία …   Dictionary of Greek

  • στωμυλήθρα — και στωμυλλήθρα, ἡ, Α στωμυλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < στωμύλος «φλύαρος, εύγλωττος» + επίθημα (ή)θρα (πρβλ. ἀλινδ ήθρα, κολυμβ ήθρα). Κατά μία άποψη, στη φρ. στωμυλῆθραι δαιταλεῖς, ο τ. απαντά ως επίθ. πιθ. για σκωπτικούς λόγους. Κατ άλλους, ο τ.… …   Dictionary of Greek

  • στωμύλος — η, ο / στωμύλος, ον, ΝΜΑ, και στομύλος, θηλ. και ύλη Α 1. (για πρόσ.) ομιλητικός, λάλος, ευφραδής, εύγλωττος 2. (για λόγο) ευχάριστος, γλαφυρός αρχ. φλύαρος. επίρρ... στωμύλως ΝΜΑ κατά τρόπο που αρμόζει σε στωμύλο, με στωμυλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”