στωϊκός

στωϊκός

στωϊκός, aus od. von der Halle, gew. ὁ Στωϊκός, die Stoiker, die stoische Pilosophie betreffend.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στωικός — of a colonnade masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στωικός — ή, ό / στωικός, ή, όν, ΝΜΑ [στοά / στωϊά] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φιλοσοφική αντίληψη τού Ζήνωνος τού Κιτιέως, την οποία δίδαξε για πρώτη φορά ο ίδιος στην Ποικίλη Στοά τής Αθήνας 2. το αρσ. ως ουσ. α) οπαδός τού στωικισμού β) στον… …   Dictionary of Greek

  • στωικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει στην ομώνυμη φιλοσοφική τάση ή έχει σχέση μ αυτήν: Η χριστιανική ηθική δέχτηκε μεγάλη επίδραση από την ηθική των στωικών. 2. απαθής, καρτερικός: Υπομένει στωικά τις συμφορές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στωικά — στωικός of a colonnade neut nom/voc/acc pl στωικά̱ , στωικός of a colonnade fem nom/voc/acc dual στωικά̱ , στωικός of a colonnade fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στωικώτερον — στωικός of a colonnade adverbial comp στωικός of a colonnade masc acc comp sg στωικός of a colonnade neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στωικῶν — στωικός of a colonnade fem gen pl στωικός of a colonnade masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στωικόν — στωικός of a colonnade masc acc sg στωικός of a colonnade neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περσαίος — Στωικός φιλόσοφος και γεωμέτρης του 3ου αι π.Χ. . Καταγόταν από το Κίτιο της Κύπρου. Ήταν δούλος και κατ’ άλλους οπαδός του συμπατριώτη του Ζήνωνα. Δίδαξε φιλοσοφία στη Μακεδονία. Ταυτόχρονα ανέλαβε και στρατιωτική υπηρεσία. Οι Μακεδόνες τον… …   Dictionary of Greek

  • στωικαῖς — στωικός of a colonnade fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στωικαί — στωικός of a colonnade fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στωικοῖς — στωικός of a colonnade masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”