- στυγερ-ωπός
στυγερ-ωπός, = στυγερώπης, στ. ἰδέσϑαι χῶρος, Agath. 52 (IX, 662).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στυγερ-ωπός, = στυγερώπης, στ. ἰδέσϑαι χῶρος, Agath. 52 (IX, 662).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φοβερωπός — όν, Α αυτός που με την όψη του προξενεί φόβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοβερός + ωπός* (< θ. οπ τού ὄπωπα*), πρβλ. στυγερ ωπός] … Dictionary of Greek