- στυφλός
στυφλός, zsgzgn statt στυφελός, auch στύφλος accentuirt, u. 2 Endgn bei Eur., πέτρα, Aesch. Prom. 750; ἀκταί, Pers. 295; ὑπὸ στυφλοῖς πέτραις, E. Baech. 1155.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στυφλός, zsgzgn statt στυφελός, auch στύφλος accentuirt, u. 2 Endgn bei Eur., πέτρα, Aesch. Prom. 750; ἀκταί, Pers. 295; ὑπὸ στυφλοῖς πέτραις, E. Baech. 1155.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στύφλος — masc/fem nom sg στυφελός hard masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στύφλος — ον, και στυφλός, όν, Α τραχύς, σκληρός, στυφελός* («ἀπὸ στύφλου πέτρας», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. στυφελίζω] … Dictionary of Greek
στύφλα — στύφλος neut nom/voc/acc pl στυφελός hard neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στύφλοις — στύφλος masc/fem/neut dat pl στυφελός hard masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στύφλου — στύφλος masc/fem/neut gen sg στυφελός hard masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στύφλους — στύφλος masc/fem acc pl στυφελός hard masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυφελίζω — Α 1. χτυπώ κάτι με δύναμη και τό τραντάζω 2. κακομεταχειρίζομαι κάποιον είτε με λόγια είτε με έργα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη άποψη, το ρ. στυφελίζω και τα επίθ. στυφελός, στύφλος ανάγονται στη μηδενισμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας … Dictionary of Greek
στυφλώδης — ῶδες, Α [στύφλος] στυφλός* … Dictionary of Greek
κατάστυφλος — κατάστυφλος, ον (Α) καταστύφελος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + στύφλος «τραχύς»] … Dictionary of Greek
στυφλάριος — α, ον, Α τραχύς, βραχώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < στύφλος «τραχύς, βραχώδης» + κατάλ. άριος (< λατ. κατάλ. arius)] … Dictionary of Greek
χέρσος — (I) ἡ, ΝΜΑ, και αττ. τ. χέρρος Α η στεριά, η ξηρά, σε αντιδιαστολή προς τη θάλασσα (α. «η χέρσος αποτελεί το ένα τρίτο, σχεδόν, τής υδρογείου» β. «...τὴν θάλασσαν εἰκονίζετο ὅτε καὶ τὴν γείτονα χέρσον...», Θεοφύλ. Σ. γ. «κατὰ χέρσον οὺχὶ ναΐ»,… … Dictionary of Greek