- στυφότης
στυφότης, ητος, ἡ, das Dicht- oder Festsein, Plut. de amic. multit. g. E., im Ggstz von μανότης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στυφότης, ητος, ἡ, das Dicht- oder Festsein, Plut. de amic. multit. g. E., im Ggstz von μανότης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στυφότης — thickness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυφότητα — στυφότης thickness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυφότητι — στυφότης thickness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυφότητος — στυφότης thickness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυφνότης — ητος, ἡ, ΜΑ πιθ. μτφ. αυστηρότητα ή σοβαρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. πρέπει να γραφεί στρυφνότης ή στυφότης] … Dictionary of Greek
στυφότητα — η / στυφότης, ητος, ΝΜΑ [στυφός] νεοελλ. μσν. (για εδώδιμα) η ιδιότητα τού στυφού, στυφή γεύση, στυφάδα μσν. αρχ. μτφ. σοβαρότητα ή αυστηρότητα αρχ. πυκνότητα, στερεότητα … Dictionary of Greek