- στυράκιον
στυράκιον, τό, dim. von στύραξ, ἀκοντίου, Thuc. 2, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στυράκιον, τό, dim. von στύραξ, ἀκοντίου, Thuc. 2, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στυράκιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυράκιον — (I) τὸ, Α [στύραξ, ακος (Ι)] υποκορ. τού στύραξ (Ι). (II) τὸ, Α [στύραξ, ακος (II)] υποκορ. τού στύραξ (II) … Dictionary of Greek
στυρακίου — στυράκιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυρακίων — στυράκιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυρακίῳ — στυράκιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στουράκι — το, Ν βοτ. άλλη κοινή ονομασία τού φυτού στύραξ (Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. στυράκιον (Ι), υποκορ. τού στύραξ* (Ι) (πρβλ. ξυράφι: ξουράφι)] … Dictionary of Greek
στυρακίωι — στυρακίῳ , στυράκιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)