στυπτηρία

στυπτηρία

στυπτηρία, , ion. στυπτηρίη, sc. γῆ, ein zusammenziehendes Salz, Alaun od. Vitriol; Her. 2, 180, Tim. Locr. 99 d; Arist. mirab. ausc. 139; D. Sic. 5, 10, auch χαλκῖτις.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στυπτηρία — στυπτηρίᾱ , στυπτήριος treated with alum fem nom/voc/acc dual στυπτηρίᾱ , στυπτήριος treated with alum fem nom/voc sg (attic doric aeolic) στυπτηρίᾱ , στυπτηρία astringent substances fem nom/voc/acc dual (ionic) στυπτηρίᾱ , στυπτηρία… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυπτηρίᾳ — στυπτηρίᾱͅ , στυπτήριος treated with alum fem dat sg (attic doric aeolic) στυπτηρίαι , στυπτηρία astringent substances fem nom/voc pl (ionic) στυπτηρίᾱͅ , στυπτηρία astringent substances fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυπτηρία — η, ΝΑ, και στρυπτηρία και ιων. τ. στυπτηρίη Α νεοελλ. χημ. ένυδρο διπλό θειικό άλας τού καλίου και τού αργιλίου, κν. στύψη αρχ. (ενν. γη) 1. ονομασία ομάδας στυπτικών ουσιών που περιείχαν, κυρίως, χαλκίτιδα 2. (στην Αίγυπτο) το μονοπώλιο τών… …   Dictionary of Greek

  • στυπτηρίας — στυπτηρίᾱς , στυπτήριος treated with alum fem acc pl στυπτηρίᾱς , στυπτήριος treated with alum fem gen sg (attic doric aeolic) στυπτηρίᾱς , στυπτηρία astringent substances fem acc pl (ionic) στυπτηρίᾱς , στυπτηρία astringent substances fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυπτηρίαι — στυπτηρίᾱͅ , στυπτήριος treated with alum fem dat sg (attic doric aeolic) στυπτηρία astringent substances fem nom/voc pl (ionic) στυπτηρίᾱͅ , στυπτηρία astringent substances fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυπτηρίαν — στυπτηρίᾱν , στυπτήριος treated with alum fem acc sg (attic doric aeolic) στυπτηρίᾱν , στυπτηρία astringent substances fem acc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυπτηριῶν — στυπτηρία astringent substances fem gen pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στυπτηριώδης — ῶδες, Α [στυπτηρία] 1. όμοιος ως προς τη μορφή και τις ιδιότητες με στυπτηρία 2. αυτός που περιέχει στυπτηρία …   Dictionary of Greek

  • αλουνίτης — ο ή στυπτηριάτης λίθος (Ορυκτ.) πολύ διαδεδομένο ορυκτό θειικό άλας τού αργιλίου και καλίου, με χημικό τύπο KAI3(OH)6(SO4)2. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. alunite < γαλλ. ảlun «στυπτηρία*» < λατ. ảlumen, inis… …   Dictionary of Greek

  • δέψη — Επεξεργασία που ακολουθείται στη βαφική με σκοπό την προετοιμασία των ινών για να δεχτούν το χρώμα. Το στάδιο αυτό είναι πρακτικά απαραίτητο, γιατί πολλές ίνες, ειδικά το βαμβάκι και γενικά οι φυτικές ίνες, που αποτελούνται κυρίως από κυτταρίνη,… …   Dictionary of Greek

  • διαλυτότητα — Όρος με τον οποίο, σύμφωνα με έναν ορισμό γενικού χαρακτήρα ο οποίος ισχύει για όλα τα δυνατά διαλύματα, καθορίζεται η μέγιστη ποσότητα ενός σώματος που μπορεί να διαλυθεί σε μία συγκεκριμένη ποσότητα διαλύτη, σε ορισμένη θερμοκρασία. Με αυτό τον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”