- στυππεῖον
στυππεῖον, τό, s. στυπεῖον, auch στύππιον geschrieben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στυππεῖον, τό, s. στυπεῖον, auch στύππιον geschrieben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στυππεῖον — the coarse fibre of flax neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυππεῖα — στυππεῖον the coarse fibre of flax neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συππινάς — ᾱδος ή άδος, ὁ, Α πιθ. στιππειουργός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίππιον, άλλος τ. τής λ. στυππεῖον* «στουπί» (πρβλ. σίππινος) + επίθημα ᾶς, ᾶδος. Για τη γρφ. τού τ. με υ πρβλ. και τις ποικίλες γραφές τού τ. στυππεῖον*] … Dictionary of Greek
παρακαλώ — έω και άω / παρακαλῶ, έω, ΝΜΑ 1. ζητώ ικετευτικά και επίμονα από κάποιον να κάνει κάτι για χάρη μου, χωρίς να είναι υποχρεωμένος, διατυπώνω παράκληση («μη, παρακαλώ σας, μη λησμονάτε τη χώρα μου», Οδ. Ελύτης) 2. απευθύνω δέηση, ικεσία στον Θεό… … Dictionary of Greek
σίππινος — ίνη, ον, Α φτειαγμένος με στουπιά («σίππινος σάκκος», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σίππιον, άλλος τ. τού στυππεῖον «στουπί» + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος, ξύλ ινος)] … Dictionary of Greek
σίππιον — τὸ, Α βλ. στυππεῑον … Dictionary of Greek
σιππινόμεστος — ον, ΜΑ γεμάτος με σίππια, με στουπιά («σιππινόμεστα προσκεφάλαια», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σίππινος (< σίππιον, άλλος τ. τού στυππεῖον «στουπί») + μεστός] … Dictionary of Greek
στυπ(π)είο — και στυπ(π)ίο, το / στυπ(π)εῑον και στυπ(π)ίον, ΝΑ, και στιππύον και στίππυον και στιπύον και στίππον και στίππιον και στιππῑον και σίππιον και ως αρσ. στίπ(π)ος και στύπος, ὁ, Α το στουπί. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολ., ο οποίος… … Dictionary of Greek
στυππειοποιός — και δ. γρφ. στυππιοποιός, ὁ, Α τεχνίτης που κατασκευάζει σχοινιά από λινάρι ή καννάβι, (στυπ)πειοπλόκος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < στυππεῖον «στουπί» + ποιός*] … Dictionary of Greek
στυππειοπώλης — ὁ, Α πωλητής στυππείων. [ΕΤΥΜΟΛ. < στυππεῖον «στουπί» + πώλης*] … Dictionary of Greek
στυππειουργός — και στυππεουργός και στιππυουργός και στιπεουργός και στιπ (π)ουργός και σιππουργός, ὁ, Α κατασκευαστής σχοινιών ή υφασμάτων από λινάρι ή καννάβι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στυππεῖον* + ουργός (< ἔργον*), πρβλ. ξυλ ουργός] … Dictionary of Greek