- στρώτης
στρώτης, ὁ, wie στρωτήρ, der Hinbreitende, bes. der die Bett- und Tischlager zurechtlegt und packt; Plut. Pelop. 30; Ath. II 48 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στρώτης, ὁ, wie στρωτήρ, der Hinbreitende, bes. der die Bett- und Tischlager zurechtlegt und packt; Plut. Pelop. 30; Ath. II 48 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στρώτης — ὁ, Α αυτός που στρώνει και, κυρίως, δούλος που ετοιμάζει τα κρεβάτια και τα ανάκλιντρα, που βάζει τα στρώματα και τα καλύμματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη ρίζα στερη (βλ. λ. στρώνω) με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το… … Dictionary of Greek
στρωτῶν — στρώτης one that spreads masc gen pl στρωτός spread fem gen pl στρωτός spread masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρῶται — στρώτης one that spreads masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρώτου — στρώτης one that spreads masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρώτας — στρώτᾱς , στρώτης one that spreads masc acc pl στρώτᾱς , στρώτης one that spreads masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρώνω — ΝΜΑ και στρώννυμι και στρωννύω και στορέννυμι και στόρνυμι Α 1. απλώνω κάτι ώστε να καλύψει μια επιφάνεια, καλύπτω μια επιφάνεια απλώνοντας ή διασπείροντας ένα υλικό πάνω σε αυτήν (α. «στρώσε το τραπεζομάντιλο» β. «τό στρωσε» ενν. το χιόνι γ.… … Dictionary of Greek
υδροδυναμική — (ή δυναμική των ασυμπίεστων ρευστών). Η υδροδυναμική εξετάζει την κίνηση των υγρών, και ιδιαίτερα του νερού, σε συνδυασμό προς τις δυνάμεις που επενεργούν πάνω σ’ αυτά. Η κίνηση ενός υγρού κατά μήκος ορισμένης διαδρομής, δηλαδή η ροή, υπόκειται… … Dictionary of Greek