στρίγξ

στρίγξ

στρίγξ, , gen. στριγγός, 1) ein Nachtvogel, nach seiner kreischenden Stimme benannt, strix, Festus. – 2) die Reihe, Zeile, vgl. στίχος u. das lat. strigo.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στρίγξ — ἡ, Α (αμάρτυρος τ. ονομ.) βλ. στριξ …   Dictionary of Greek

  • αρπακτικά — Τάξη της παλαιότερης συστηματικής κατάταξης των πτηνών, που περιλάμβανε όλα τα ημερόβια και νυκτόβια α. πουλιά. Η τάξη αυτή, που δεν χρησιμοποιείται πια από τη συστηματική, ανήκε στην υφομοταξία των τροπιδωτών και χωριζόταν στις δύο υποτάξεις των …   Dictionary of Greek

  • стрекотать — стрекочу. Основано, по видимому, на звукоподражании; ср. лат. strīdeō, strīdō, еrе шипеть, скрипеть, трещать, жужжать, свистеть , греч. τρίζω, τέτρῑγα щебетать, пищать, стрекотать , στρίγξ, род. п. γγος какая то ночная птица ; см. Вальде–Гофм. 2 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • стриж — род. п. а, цслав. стрижь – птица Regulus , словен. strẹ̑žič крапивник , stržǝ̀k, род. п. žkà – то же, чеш. střiž, др. польск. strzeż, польск. strzyż, в. луж. střěž, н. луж. stsěž. Эти формы свидетельствуют об исходном *strěžь и *strižь.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Afrikanische Hexenkräuter — Striga Striga bilabiata Systematik Abteilung: Bedecktsamer (Magnoliophyta) Klasse …   Deutsch Wikipedia

  • Hexe — Eine Hexe ist im Volksglauben eine mit Zauberkräften ausgestattete, meist weibliche, heil oder unheilbringende Person, die im Rahmen der Christianisierung häufig mit Dämonen oder dem Teufel im Bunde geglaubt wurde. Zur Zeit der Hexenverfolgung… …   Deutsch Wikipedia

  • Striga — bilabiata Systematik Kerneudikotyledonen Asteriden Euaste …   Deutsch Wikipedia

  • Стржига — (Стжига) (от лат. strix, др. греч. στρίξ, στρίγξ «сова вампир»)[1], мужской эквивалент strzigůń (стржигун),  демон в легендах Силезии. Чтобы стржига не могла вредить людям, нужно было выкопать её и проколоть ей сердце дубовым колышком… …   Википедия

  • Στυξ — υγός, η / Στύξ, ΝΑ, και Στύγο Ν μυθ. 1. φοβερός ποταμός που διαρρέει τον Κάτω Κόσμο και τόν συγκρατεί και στού οποίου τα νερά οι θεοί έδιναν απαράβατους όρκους 2. (στον Όμ. και κυρίως στην Οδύσσεια) ο χώρος περιπλάνησης τών σκιών τών νεκρών… …   Dictionary of Greek

  • στράγξ — αγγός, ἡ, Α σταγόνα, σταλαγματιά («ὁ διὰ λεπτοτάτης ὀπῆς κατιὼν σταλαγμός», Σχόλ. Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στράγξ, γγός (πρβλ. λύγξ, στρίγξ) ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *streng «σφίγγω, συμπιέζω, συγκεντρώνω» και συνδέεται με… …   Dictionary of Greek

  • στρίγγλα — Μάγισσα, γριά κυρίως, που εμφανίζεται στα παραμύθια κι έχει τις ίδιες ιδιότητες που έχουν οι νεράιδες, που τις χρησιμοποιούν όμως για το κακό. Πραγματικά, ενώ η νεράιδα είναι υπερφυσικό πλάσμα, αγαθό και ενεργητικό στον άνθρωπο, στον οποίο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”