στρέβλη

στρέβλη

στρέβλη, , eigtl. fem. von στρεβλός, ein Werkzeug zum Drchen, Winde, Rolle, Walze; σκάφος στρέβλαισιν ναυτικαῖσιν ὡς προςηγμένον, Aesch. Suppl. 436; Plut. prim. frig. 13. – Bes. ein Fol.erwerkzeug, Sp., wie Pol. 18, 37, 7.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στρέβλη — στρέβλα fem nom/voc sg (attic epic ionic) στρέβλη winch fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρέβλῃ — στρέβλα fem dat sg (attic epic ionic) στρέβλη winch fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρέβλη — η, ΝΑ 1. όργανο κατάλληλο για περιστροφή, στροφείο, μάγγανο 2. όργανο βασανισμού το οποίο χρησιμοποιούσαν για τη στρέβλωση τών άκρων τών καταδίκων («οἰκέτῃ κακούργῳ στρέβλαι καὶ βάσανοι», ΠΔ) αρχ. 1. τροχαλία χρήσιμη για την κατασκευή πλοίων 2.… …   Dictionary of Greek

  • στρεβλή — στρεβλός twisted fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οροπτερικός — ή, ό φρ. «οροπτερική καμπύλη» μαθημ. καμπύλη στρεβλή που ανήκει στην οικογένεια τών αλγεβρικών καμπυλών τρίτου βαθμού («στρεβλή κυβική καμπύλη») …   Dictionary of Greek

  • στρεβλός — Μικρό νησί κοντά στην Τένεδο, τρία μίλια από το ακρωτήριο Πονέντες. Το νησί Σ. ανήκει στην Τουρκία. * * * ή, ό / στρεβλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. συνεστραμμένος, στραβός («στρεβλὸν ὀρθῶσαι κλάδον», Μέν.) 2. μτφ. (για πρόσ.) διεστραμμένος ως προς τον… …   Dictionary of Greek

  • στρεβλώνω — στρεβλῶ, όω, ΝΑ [στρεβλός] 1. βασανίζω κάποιον με τη στρέβλη, ιδίως προκαλώ εξάρθρωση με συστροφή τών μελών («μαστιγῶν, δέρων, στρεβλῶν», Αριστοφ.) 2. μτφ. διαστρέφω, διαστρεβλώνω (α. «στρεβλώνει τα λόγια μου» β. «ἅ οἱ ἀμαθεῑς καὶ ἀστήρικτοι… …   Dictionary of Greek

  • στρέβλα — στρέβλᾱ , στρέβλα fem nom/voc/acc dual στρέβλᾱ , στρέβλα fem nom/voc sg (doric aeolic) στρέβλᾱ , στρέβλη winch fem nom/voc/acc dual στρέβλᾱ , στρέβλη winch fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρέβλαι — στρέβλα fem nom/voc pl στρέβλᾱͅ , στρέβλα fem dat sg (doric aeolic) στρέβλη winch fem nom/voc pl στρέβλᾱͅ , στρέβλη winch fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρέβλας — στρέβλᾱς , στρέβλα fem acc pl στρέβλᾱς , στρέβλα fem gen sg (doric aeolic) στρέβλᾱς , στρέβλη winch fem acc pl στρέβλᾱς , στρέβλη winch fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιλλός — (5ος αι. μ.Χ.). Βυζαντινός στρατηγός. Καταγόταν από την Ισαυρία της Μικράς Ασίας και στα χρόνια των αυτοκρατόρων Λέοντα A’ (457 474), Λέοντα B’ (474) και Ζήνωνα (474 491) ήταν αρχηγός ισχυρού σώματος μισθοφόρων συμπατριωτών του. Όταν το 476 ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”