στρέφωσις

στρέφωσις

στρέφωσις, ἡ, = στέρφωσις, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στρέφωσις — ώσεως, ἡ, Α. βλ. στέρφωσις …   Dictionary of Greek

  • στέρφος — (I) α, ο, Ν 1. (για θηλυκά ζώα και ιδίως για αιγοπρόβατα) α) στείρος β) αυτός που δεν έχει γεννήσει, που δεν έχει αποκτήσει νεογνά 2. (για γη) άγονος 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα στέρφα το σύνολο τών στέρφων ζώων που υπάρχουν σε ένα κοπάδι.… …   Dictionary of Greek

  • στέρφωσις — και στρέφωσις, ώσεως, ἡ, Α [στερφώ] η ενέργεια τού στερφῶ*, κάλυψη με δορά, με δέρμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”