- στρέπτ
στρέπτ- αιγλος, glanzdrehend, glanzwirbelnd, στρεπταίγλη ὁρμὴ Νεφελῶν, Ar. Nubb. 335, den schwülstigen Dithyrambendichtern komisch nachgebildet, vgl. Schol. zur Stelle.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στρέπτ- αιγλος, glanzdrehend, glanzwirbelnd, στρεπταίγλη ὁρμὴ Νεφελῶν, Ar. Nubb. 335, den schwülstigen Dithyrambendichtern komisch nachgebildet, vgl. Schol. zur Stelle.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διελκυστίνδα — η (Α επίρρ. διελκυστίνδα) παιχνίδι κατά το οποίο δύο ομάδες κρατούν τα άκρα ενός σχοινιού και προσπαθούν να παρασύρουν η μια την άλλη πέρα από την οροθετική γραμμή νεοελλ. φρ. «πολιτική διελκυστίνδα» η προσπάθεια πολιτικών ομάδων να… … Dictionary of Greek
κρυπτίνδα — (Μ) επίρρ. παίζοντας κρυφτό, το κρυφτούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυπτός + κατάλ. ίνδα (πρβλ. ελκυστ ίνδα, στρεπτ ίνδα)] … Dictionary of Greek
πλειστοβολίνδα — ἡ, Α (ενν. παιδιά) παιχνίδι με κύβους ή αστραγάλους στο οποίο νικητής ήταν εκείνος που έριχνε τις περισσότερες βολές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλειστοβόλος + επιρρμ. κατάλ. ίνδα (πρβλ. κρυπτ ίνδα, στρεπτ ίνδα)] … Dictionary of Greek
φαινίνδα — ή φαιννίς, ίδος, και δ. γρφ. φενίνδα, η, Α είδος παιχνιδιού που επινοήθηκε πιθανώς από τον δάσκαλο Φαινέστιο ή Φαινίνδη ή Φαινίδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαίνω + επιρρμ. κατάλ. ίνδα (πρβλ. κρυπτ ίνδα, στρεπτ ίνδα)] … Dictionary of Greek