στράγξ

στράγξ

στράγξ, , gen. στραγγός, das Ausgedrückte, der Tropfen; Mel. 1 (VI, 1); nach Schol. Ar. Nubb. 132 ὁ διὰ λεπτοτάτης ὀπῆς σχολῇ κατιὼν σταλαγμός; s. Menand. bei Phot.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στράγξ — trickle fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στράγξ — αγγός, ἡ, Α σταγόνα, σταλαγματιά («ὁ διὰ λεπτοτάτης ὀπῆς κατιὼν σταλαγμός», Σχόλ. Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. στράγξ, γγός (πρβλ. λύγξ, στρίγξ) ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *streng «σφίγγω, συμπιέζω, συγκεντρώνω» και συνδέεται με… …   Dictionary of Greek

  • στραγγός — στράγξ trickle fem gen sg στραγγός twisted masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στράγγα — στράγξ trickle fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στράγγας — στράγξ trickle fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραγγάλη — η, ΝΜΑ, και στραγούλα και στραγγούλα Ν το σχοινί τής αγχόνης, ο βρόχος νεοελλ. 1. τεχνολ. μοχλός με την περιστροφή τού οποίου σφίγγεται κάτι 2. όργανο θανάτωσης, πάσσαλος με σιδερένιο κλοιό ή βρόχο από σχοινί που σφίγγεται με συστροφή στον λαιμό… …   Dictionary of Greek

  • στραγγίς — ίδος, ἡ, Α στράγξ*, σταγόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στράγξ, γγός + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. στραγγαλ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • στραγγεύω — μέσ. και δ. γρφ. στραγεύομαι, Α 1. αργοπορώ, χρονοτριβώ 2. φρ. «στραγγευομένη κάθαρσις» αργή κένωση τών εντέρων (Ορειβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στράγξ, γγός (για τη σημ. του ρ. βλ. λ. στράγξ)] …   Dictionary of Greek

  • στρογγυλός — ή, ό / στρογγύλος, η, ον ΝΜΑ, και στρόγγυλος και στρογγύλος, η, ο, Ν 1. κυκλικός ή σφαιρικός («πότερον ἡ γῆ πλατεῑά ἐστιν ἤ στρογγύλη;», Πλάτ.) 2. (για λόγο ή για έκφραση) σαφής, απερίφραστος, συμπυκνωμένος (α. «στρογγυλά λόγια» λόγια σταράτα β.… …   Dictionary of Greek

  • στράγγ' — στράγγα , στράγξ trickle fem acc sg στράγγε , στράγξ trickle fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραγγίας — ὁ, Α είδος σιταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < στράγξ, γγός «σταγόνα» + επίθημα ίας (πρβλ. πυρρ ίας)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”