- στράτ-αρχος
στράτ-αρχος, ὁ, = στρατάρχης, Pind. P. 6, 31 I. 4, 40.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στράτ-αρχος, ὁ, = στρατάρχης, Pind. P. 6, 31 I. 4, 40.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μαντιάρχης — και μαντίαρχος, ὁ (Α) (στην Κύπρο) ο αρχηγός τών μάντεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάντις + άρχης / αρχος (< ἄρχω), πρβλ. αυλ άρχης, στρατ άρχης] … Dictionary of Greek
πεντακοσιάρχης — και πεντακοσίαρχος, ο / πεντακοσιάρχης και πεντακοσίαρχος, ΝΑ νεοελλ. 1. ο επικεφαλής σώματος πεντακοσίων αντρών 2. στρατ. βαθμός κατά τον απελευθερωτικό αγώνα, τον οποίο καθιέρωσε ο Καποδίστριας το 1828 αρχ. ο διοικητής σώματος 512 ανδρών.… … Dictionary of Greek