- στροβῑλο-ειδής
στροβῑλο-ειδής, ές, von der Art od. Gestalt eines στρόβιλος, eines Kreisels, Fichtenzapfens, kegelförmig, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στροβῑλο-ειδής, ές, von der Art od. Gestalt eines στρόβιλος, eines Kreisels, Fichtenzapfens, kegelförmig, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στροβιλοειδής — ές, ΝΑ νεοελλ. αυτός που μοιάζει με στρόβιλο, με δίνη, στροβιλώδης αρχ. αυτός που μοιάζει με κώνο πεύκης, κωνικός. επίρρ... στροβιλοειδῶς Α με κωνικό σχήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρόβιλος + ειδής*] … Dictionary of Greek