στροβῑλός

στροβῑλός

στροβῑλός, wie στροβελός, στράβαλος, στρεβλός, gedreht, sich im Kreise drehend, wirbelnd, λιγνύς Dosiad. ara 1 (XV, 25), wo aber στροβίλῳ λιγνύϊ steht.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στρόβιλος — Κινητήρια μηχανή εφοδιασμένη μ’ ένα περιστρεφόμενο μέρος, το στροφέα, ο οποίος κινείται από την ενέργεια ενός ρευστού. Ανάλογα με τη φύση του ρευστού αυτού διακρίνουμε τους σ. σε υδροστρόβιλους, αεριοστρόβιλους και ατμοστρόβιλους. Υδροστρόβιλος.… …   Dictionary of Greek

  • στροβιλός — Κινητήρια μηχανή εφοδιασμένη μ’ ένα περιστρεφόμενο μέρος, το στροφέα, ο οποίος κινείται από την ενέργεια ενός ρευστού. Ανάλογα με τη φύση του ρευστού αυτού διακρίνουμε τους σ. σε υδροστρόβιλους, αεριοστρόβιλους και ατμοστρόβιλους. Υδροστρόβιλος.… …   Dictionary of Greek

  • στροβιλός — στροβῑλός , στροβιλός whirling masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρόβιλος — στρόβῑλος , στρόβιλος round ball masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρόβιλος — ο 1. άξονας κυλινδρικός που στρέφεται με την επενέργεια ατμού, νερού ή κάποιας άλλης δύναμης. 2. σβούρα. 3. κουκουνάρι. 4. περιστροφή, δίνη ανέμου ή νερού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αεριοστρόβιλος — Στρόβιλος που εκμεταλλεύεται την εκτόνωση αερίων παραγομένων από τις εκρήξεις μείγματος αέρα και καυσίμων σε ειδικούς θαλάμους. * * * ο (Μηχανολ.) θερμική μηχανή που μετατρέπει την ενέργεια τού καυσίμου σε μηχανικό έργο χρησιμοποιώντας ως… …   Dictionary of Greek

  • τουρμπίνα — (από τη λατινική λέξη turbo = αντικείμενο που έχει τεθεί σε κυκλική κίνηση). Η τ. (στρόβιλος) είναι κινητήρας με πτερύγια (ή με σκαφίδια) που μετατρέπει την ενέργεια του ρεύματος νερού ή αερίου σε ωφέλιμο έργο. Ο απλούστερος τύπος τ. αποτελείται… …   Dictionary of Greek

  • υδατοστρόβιλος — ο, Ν 1. στρόβιλος, δίνη νερού 2. μηχανικός στρόβιλος που κινείται με τη δύναμη νερού, υδροστρόβιλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ύδατος + στρόβιλος] …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • σταθμός — Όνομα έντεκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (81 κάτ., υψόμ. 90 μ.) στην επαρχία Νάουσας του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νάουσας. 2. Πεδινός οικισμός (8 κάτ., υψόμ. 105 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται… …   Dictionary of Greek

  • στροβιλώ — (I) έω, Α [στρόβιλος] πιθ. στροβιλίζω, περιστρέφω. (II) όω, Α [στρόβιλος] κινώ κυκλικά και με ταχύτητα, περιστρέφω («στροβιλῶ τὴν γλῶσσαν», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”