- στρογγύλευμα
στρογγύλευμα, τό, das Gerundete, der runde Körper, Schol. Ar. Th. 61, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στρογγύλευμα, τό, das Gerundete, der runde Körper, Schol. Ar. Th. 61, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στρογγύλευμα — το, ΝΑ, και στρογγύλεμα Ν νεοελλ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στρογγυλεύω αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «γογγύλωμα». [ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος, μέσω ενός αμάρτυρου αρχ. *στρογγυλεύω] … Dictionary of Greek
στρογγυλεύματα — στρογγύλευμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρογγυλός — ή, ό / στρογγύλος, η, ον ΝΜΑ, και στρόγγυλος και στρογγύλος, η, ο, Ν 1. κυκλικός ή σφαιρικός («πότερον ἡ γῆ πλατεῑά ἐστιν ἤ στρογγύλη;», Πλάτ.) 2. (για λόγο ή για έκφραση) σαφής, απερίφραστος, συμπυκνωμένος (α. «στρογγυλά λόγια» λόγια σταράτα β.… … Dictionary of Greek
στρογγύλωμα — το, ΝΑ [στρογγυλῶ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στρογγυλώνω, το στρογγύλευμα αρχ. (για τα μαλλιά) βοστρύχωμα, κατσάρωμα … Dictionary of Greek
στρογγύλωση — η / στρογγύλωσις, ώσεως, ΝΑ [στρογγυλῶ] στρογγύλευμα μσν. αρχ. περικύκλωση … Dictionary of Greek