στρογγυλίζω

στρογγυλίζω

στρογγυλίζω, = dem Vorigen, D. Hal. de C. V. 14, v. l. vom Folgdn.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στρογγυλίζω — Α [στρογγύλος] 1. καθιστώ κάτι στρογγυλό, στρογγυλεύω 2. μτφ. (για λεκτικό ύφος) προσδίδω κομψότητα, Χάρη …   Dictionary of Greek

  • στρογγυλίζον — στρογγυλίζω round off pres part act masc voc sg στρογγυλίζω round off pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρογγυλίζειν — στρογγυλίζω round off pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρογγυλίζεται — στρογγυλίζω round off pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρογγυλίζοντος — στρογγυλίζω round off pres part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρογγυλιστής — ὁ, ΜΑ [στρογγυλίζω] μσν. χορευτής που εκτελεί πολλές στροφές, πολλούς κύκλους αρχ. αυτός που κάνει κάτι στρογγυλό ή αυτός που περιστρέφει κάτι …   Dictionary of Greek

  • στρογγυλός — ή, ό / στρογγύλος, η, ον ΝΜΑ, και στρόγγυλος και στρογγύλος, η, ο, Ν 1. κυκλικός ή σφαιρικός («πότερον ἡ γῆ πλατεῑά ἐστιν ἤ στρογγύλη;», Πλάτ.) 2. (για λόγο ή για έκφραση) σαφής, απερίφραστος, συμπυκνωμένος (α. «στρογγυλά λόγια» λόγια σταράτα β.… …   Dictionary of Greek

  • στρογγύλισμα — τὸ, Α [στρογγυλίζω] (σχετικά με λεκτικό ύφος) κομψή έκφραση …   Dictionary of Greek

  • συνεστρογγύλικα — σύν στρογγυλίζω round off perf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”