- στρούθειος
στρούθειος, vom od. zum Vogel, zum Spatz oder Strauß gehörig. – Aber στρούϑειον μῆλον bei Antiphil. 3 (VI, 252) ist = στρουϑίον 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στρούθειος, vom od. zum Vogel, zum Spatz oder Strauß gehörig. – Aber στρούϑειον μῆλον bei Antiphil. 3 (VI, 252) ist = στρουϑίον 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στρούθειος — ον, θηλ. και εία και τ. ουδ. στρούθιον και τρούθιον Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στρουθό, στον σπουργίτη, ή στη στρουθοκάμηλο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ στρούθειον και στρούθιον φυτό κατάλληλο για τον καθαρισμό τού μαλλιού και τών υφασμάτων … Dictionary of Greek
στρούθειον — of an ostrich neut nom/voc/acc sg στρούθειος of an ostrich masc acc sg στρούθειος of an ostrich neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρούθ(ε)ιον — τὸ, Α βλ. στρούθειος … Dictionary of Greek
τρούθιον — τὸ, Α βλ. στρούθειος … Dictionary of Greek
στρούθεια — στρούθειον of an ostrich neut nom/voc/acc pl στρούθειος of an ostrich neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)