στροφίς

στροφίς

στροφίς, ίδος, ἡ, dim. von στρόφος, = στρόφιον, πλεκτὰς ἱμάντων στροφίδας ἐξανήσομαι, Eur. Andr. 719.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στροφίς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρόφις — στρόφῑς , στρόφις slippery fellow masc acc pl (epic doric ionic aeolic) στρόφις slippery fellow masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρόφις — ιος, ὁ, ΜΑ άνθρωπος εύστροφος, πολυμήχανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρόφος ή στροφή + κατάλ. ις (πρβλ. τρόφ ις, τρόχ ις)] …   Dictionary of Greek

  • στροφίδας — στροφίς fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρόφη — στρόφις slippery fellow masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) στροφάω turn hither and thither pres imperat act 2nd sg (doric) στροφάω turn hither and thither pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) στροφάω turn hither and thither imperf… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρόφιν — στρόφις slippery fellow masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρόφι' — στρόφια , στρόφιον band worn by women neut nom/voc/acc pl στρόφιε , στρόφιος Vertumnus masc voc sg στρόφιι , στρόφις slippery fellow masc dat sg (epic doric ionic aeolic) στρόφιε , στρόφις slippery fellow masc nom/voc/acc dual (epic doric ionic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλαμίδα — (pelamus). Ψάρι του οποίου η επιστημονική ονομασία είναι πηλαμύς. Τα τελεόστεα ψάρια του είδους ανήκουν στην οικογένεια των σκομβριδών. Μοιάζουν αρκετά με τους τόνους αλλά το σώμα τους είναι μακρύτερο και σε σχήμα τορπίλας, γεγονός που τους… …   Dictionary of Greek

  • περιστροφίς — ίδος, ἡ, Α 1. ξύλινο εξάρτημα με το οποίο απέβαλλαν το σιτάρι που ξεπερνούσε το μέτρο, η ρήγλα 2. λαβή με την οποία ο λαναράς περιέστρεφε τη συσκευή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιστρέφω (πρβλ. περιστροφ ή) + κατάλ. ίς, πρβλ. επι στροφίς] …   Dictionary of Greek

  • στροφίδα — η /στροφίς, ίδος, ΝΑ νεοελλ. είδος σχοινιού, στρόφος αρχ. κεφαλόδεσμος ή στηθόδεσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρόφος «είδος σχοινιού» + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. ραφ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • στροφουργία — ἡ, Μ δολοπλοκία, πλεκτάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρόφος ή στροφή + ουργία (< ουργός < ἔργον*), πρβλ. μηχαν ουργία (για τη σημ. πρβλ. και στρόφις)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”