στροφάλιγξ

στροφάλιγξ

στροφάλιγξ, ιγγος, ἡ, Wirbel, κονίης, Staubwirbel, Il. 16, 775. 21, 503 Od. 24, 39; μάχης, Anacr. 13 (VII, 226); – Krümmung, Bug, D. Per. 162. 584; – auch vom Kreislaufe der Gestirne, Arat. 43. – Uebh. alles Kreisförmige, z. B. ein runder Käse, Nic. 697, γάλακτος ξηροῠ; u. dei Orph. Arg. 532 δεσμοῖσιν ὠκείης στροφάλιγγος ἀρηρότες ἐσφίγγοντο κάλωες. umschlingendes Band. – Auch dasjenige, um das sich etwas Anderes dreht, wie dic Thürangel, die Wagenachse.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στροφάλιγξ — whirl fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροφάλιγξ — ιγγος, η, ΝΑ νεοελλ. (λόγιος τ.) στρ. μεταλλική ή ξύλινη προεξοχή στις δύο πλευρές τού σωλήνα πυροβόλου η οποία επιτρέπει την περιστροφή τού σωλήνα, ώστε να μπορεί αυτός να πάρει συγκεκριμένη κλίση ως προς το οριζόντιο επίπεδο αρχ. 1. περιστροφή …   Dictionary of Greek

  • στροφάλιγγα — στροφάλιγξ whirl fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροφάλιγγας — στροφάλιγξ whirl fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροφάλιγγες — στροφάλιγξ whirl fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροφάλιγγι — στροφάλιγξ whirl fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροφάλιγγος — στροφάλιγξ whirl fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροφάλιγξι — στροφάλιγξ whirl fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροφάλιγξιν — στροφάλιγξ whirl fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευστροφάλιγξ — εὐστροφάλιγξ, ιγγος, ὁ, ἡ (Α) με ωραίους βοστρύχους, σγουρός («ἐδίνησεν δ εὐστροφάλιγγα κόμην»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στροφάλιγξ «καμπυλότητα»] …   Dictionary of Greek

  • πολυστροφάλιγξ — άλιγγος, ὁ, ἡ, ΜΑ αυτός που γίνεται με πολλούς ανεμοστρόβιλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + στροφάλιγξ «ανεμοστρόβιλος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”