στροφάς

στροφάς

στροφάς, άδος, ὁ, ἡ, sich umdrehend, wendend; ἄρκτου στροφάδες κέλευϑοι, Soph. Trach. 131, die Kreisläufe, welche der Bär am Himmel beschreibt; vgl. D. Per. 594; – ἄελλα, Wirbelwind, Orph. Arg. 675; – von den rückkehrenden Kranichen, A rat. 1032; – στροφάδες παρὰ πέτρην φυκίδες, Numen. bei Ath. VII, 319 c, die sich dabei aufhalten; – αἱ Στροφάδες, sc. νῆσοι, s. nom. pr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στροφάς — turning round masc/fem nom sg στροφά̱ς , στροφή turning fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροφάς — άδος, ό, ἡ, Α 1. (ιδίως για αστερισμό) ο περιστρεφόμενος κυκλικώς («ἄρκτου στροφάδες κέλευθοι» κυκλική τροχιά τού αστερισμού τής Άρκτου, Σοφ.) 2. χαρακτηρισμός ψαριών που στρέφονται γύρω από κάτι 3. (κατά τον Ησύχ.) στον πληθ. στροφάδες… …   Dictionary of Greek

  • στρόφας — στρόφᾱς , στροφάω turn hither and thither imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροφάδας — στροφάς turning round masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροφάδες — στροφάς turning round masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροφάδεσσιν — στροφάς turning round masc/fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροφάδων — στροφάς turning round masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροφάσιν — στροφάς turning round masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροφή — Ημιορεινός οικισμός (364 κάτ., υψόμ. 300 μ.), στην επαρχία Σαπών του νομού Ροδόπης. Υπάγεται στην κοινότητα Αρριανών. * * * η, ΝΜΑ 1. το να στρέφει κανείς κάτι ή το να στρέφεται ο ίδιος, αλλαγή μετώπου ή κατεύθυνσης («στροφή προς τα πίσω») 2.… …   Dictionary of Greek

  • обо˫ачьскы — (1*) нар. Двояко, двояким образом: [злочестивый царь] обо˫ачьскы творѧше. и мужьственое любоч(с)тье. иже въ словесѣхъ обратѣ испытань˫а [ἐν τοῖς λόγοις στροφὰς καὶ πλοκος] на нравъ добръ преведъ. (ἀμφίβολον) ГБ XIV, 190а …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • εύλυτος — η, ο (ΑΜ εὔλυτος, ον) 1. αυτός που λύνεται εύκολα («εὔλυτοι ὑποδέσεις», Διόδ. Σικ.) 2. μτφ. αυτός τού οποίου η λύση βρίσκεται εύκολα («εύλυτο αίνιγμα») αρχ. 1. εύκολος στη μετακίνηση, στη χρήση, εύστροφος («θύραι στροφὰς ἔχουσαι εὐλύτους», Διόδ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”