- στρουθωτός
στρουθωτός, wie von στρουϑόω, mit Vögeln bemalt od. gestickt, ἑλίγματα Sophron Ath. II, 48 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στρουθωτός, wie von στρουϑόω, mit Vögeln bemalt od. gestickt, ἑλίγματα Sophron Ath. II, 48 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στρουθωτός — ή, όν, Α (για ζωγραφικό πίνακα, κόσμημα, άγαλμα ή κέντημα) αυτός που έχει παραστάσεις πουλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρουθός + κατάλ. ωτός (πρβλ. οδοντ ωτός)] … Dictionary of Greek
στρουθωτά — στρουθωτός painted neut nom/voc/acc pl στρουθωτά̱ , στρουθωτός painted fem nom/voc/acc dual στρουθωτά̱ , στρουθωτός painted fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)