- στραβίζω
στραβίζω, verdrehte Augen haben, schielen, Eust. zu Il. 2, 217.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στραβίζω, verdrehte Augen haben, schielen, Eust. zu Il. 2, 217.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στραβίζω — Ν [στραβός] αλληθωρίζω, είμαι αλλήθωρος … Dictionary of Greek
στραβίζω — είμαι αλλήθωρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στραβίζει — στραβίζω squint pres ind mp 2nd sg στραβίζω squint pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐστράβιζον — στραβίζω squint imperf ind act 3rd pl στραβίζω squint imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραβιοῖς — στραβίζω squint fut opt act 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραβίζειν — στραβίζω squint pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στραβίζων — στραβίζω squint pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλληθωρίζω — (και μτφ.) είμαι αλλήθωρος, βλέπω λοξά, στραβίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλήθωρος. ΠΑΡ. νεοελλ. αλληθώρισμα, αλληθωρισμός] … Dictionary of Greek
παραυγώ — έω, Α (ποιητ. τ.) βλέπω λοξά, πλάγια, στραβίζω, αλληθωρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + αὐγῶ «λάμπω»] … Dictionary of Greek
στραβισμός — (Ιατρ.). Εμφανής απόκλιση της φυσιολογικής διεύθυνσης του βλέμματος ενός ή και, σε μερικές περιπτώσεις, των δύο οφθαλμών. Σε συνθήκες ανατομικής και λειτουργικής ακεραιότητας, οι οφθαλμοκινητικοί μύες, που κατευθύνουν το μάτι προς όλες τις… … Dictionary of Greek
στραβός — ή, ό / στραβός, ή, όν, ΝΜΑ (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από στραβισμό, ο αλλήθωρος νεοελλ. (για πράγμ.) 1. αυτός που δεν είναι ίσιος, ο στρεβλός (α. «στραβό σίδερο» β. «στραβό ξύλο» γ. «στραβές γραμμές») 2. τυφλός («στραβός από το ένα μάτι») 3.… … Dictionary of Greek