- στραβαλο-κόμας
στραβαλο-κόμας, ὁ, mit krausem Haare, Soph. bei Poll. 2, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στραβαλο-κόμας, ὁ, mit krausem Haare, Soph. bei Poll. 2, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηλιοκόμας — ἡλιοκόμας, ό (Μ) αυτός του οποίου τα μαλλιά είναι λαμπερά σαν τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + κόμας (< κόμη), πρβλ. κηπο κόμας, στραβαλο κόμας] … Dictionary of Greek
καλλικόμας — καλλικόμας, ὁ (Α) ο καλλίκομος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + κόμας (< κόμη), πρβλ. ηλιο κόμας, στραβαλο κόμας] … Dictionary of Greek