- στραγγία
στραγγία, ἡ, poet. = στραγγεία, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στραγγία, ἡ, poet. = στραγγεία, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στραγγίας — στραγγίᾱς , στραγγίας wheat masc acc pl στραγγίᾱς , στραγγίας wheat masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)