στραγγάλη

στραγγάλη

στραγγάλη, , Strang, Strick; S. Emp. pyrrh. 3, 15; ἐπὶ τὴν στραγγάλην πορεύεσϑαι, zur Hinrichtung durch den Strang, Plut. Agis 20.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στραγγάλη — halter fem nom/voc sg (attic epic ionic) στραγγαλάω halter pres imperat act 2nd sg (doric) στραγγαλάω halter pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) στραγγαλάω halter imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραγγάλῃ — στραγγάλη halter fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραγγάλη — η, ΝΜΑ, και στραγούλα και στραγγούλα Ν το σχοινί τής αγχόνης, ο βρόχος νεοελλ. 1. τεχνολ. μοχλός με την περιστροφή τού οποίου σφίγγεται κάτι 2. όργανο θανάτωσης, πάσσαλος με σιδερένιο κλοιό ή βρόχο από σχοινί που σφίγγεται με συστροφή στον λαιμό… …   Dictionary of Greek

  • στραγγαλᾶν — στραγγάλη halter fem gen pl (doric aeolic) στραγγαλάω halter pres part act masc voc sg (doric aeolic) στραγγαλάω halter pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) στραγγαλάω halter pres part act masc nom sg (doric aeolic) στραγγαλᾶ̱ν ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραγγάλην — στραγγάλη halter fem acc sg (attic epic ionic) στραγγαλάω halter imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) στραγγαλάω halter imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραγγάλης — στραγγάλη halter fem gen sg (attic epic ionic) στραγγαλάω halter pres ind act 2nd sg στραγγαλάω halter imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραγγαλίζω — ΝΜΑ, και στραγγουλίζω Ν [στραγγάλη / στραγγούλα] 1. πνίγω, θανατώνω κάποιον σφίγγοντας τον λαιμό του με τα χέρια, με σχοινί ή με ύφασμα (α. «στραγγάλισε τον άντρα της» β. «στραγγαλίζειν τὸν τράχηλον») 2. απαγχονίζω νεοελλ. 1.ναυτ. συσφίγγω δύο… …   Dictionary of Greek

  • στραγγάλας — στραγγάλᾱς , στραγγάλη halter fem acc pl στραγγάλᾱς , στραγγάλη halter fem gen sg (doric aeolic) στραγγάλᾱς , στραγγαλάω halter imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Странгуляция — (лат. strangulatio удушение от греч. στραγγάλη петля, виселица)  ущемление, перекрытие путём сдавления какого либо отверстия, например, дыхательных путей, кровеносного сосуда или отдела желудочно кишечного тракта. Странгуляционная… …   Википедия

  • στραγγαλίς — ίδος, ἡ, ΜΑ πολύπλοκος κόμπος αρχ. 1. σοφιστική, παγιδευτική ερώτηση 2. σκλήρωμα σε κάποιο σημείο τού σώματος 3. είδος κοσμήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στραγγάλη* + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. πινακ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • στραγγαλιά — ή, ΜΑ 1. περιπλοκή («στραγγαλιὰς βιαίων δογμάτων», Γρηγ. Ναζ.) 2. στον πληθ. αἱ στραγγαλιαί δόλιοι, διεστραμμένοι τρόποι (α. «εἰς τὰς στραγγαλιὰς ἀπάξει Κύριος», ΠΔ β. «τὰς στραγγαλιὰς ὁ μὲν Ἀκύλας διαπλοκὰς ἑρμήνευσε, σκολιότητας δὲ ὁ Σύμμαχος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”