στραγγαλισμός

στραγγαλισμός

στραγγαλισμός, , das Würgen, auch Drehen, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στραγγαλισμός — στραγγαλισμός, ο και στραγγάλισμα, το 1. θανάτωση με περίσφιξη του λαιμού: Στην Ισπανία οι θανατικές εκτελέσεις γίνονταν με στραγγαλισμό. 2. παραποίηση και διαστροφή της αλήθειας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στραγγαλισμός — ο, ΝΜΑ [στραγγαλίζω] η θανάτωση με περίσφιγξη τού λαιμού τού θύματος με τα χέρια, με σχοινί ή με άλλο τρόπο νεοελλ. 1. ιατρ. περίσφιγξη τού περιεχομένου ανατομικού πόρου 2. ναυτ. η σύσφιγξη σχοινιών με στραγγάλη 3. συγκράτηση χαλαρωμένης αλυσίδας …   Dictionary of Greek

  • νεκροψία — Διαγνωστική έρευνα που γίνεται από ειδικευμένους γιατρούς σε νεκρό σώμα για να διαπιστωθούν τα αίτια του θανάτου, είτε για καθαρώς διαγνωστικούς σκοπούς είτε για ιατροδικαστικούς, όταν υπάρχει υπόνοια ότι ο θάνατος του ατόμου οφείλεται σε… …   Dictionary of Greek

  • στραγγάλισμα — το, Ν [στραγγαλίζω] στραγγαλισμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”