- στρεψ-αύχην
στρεψ-αύχην, ενος, ὁ, ἡ, mit gedrehtem, gewundenem Halse, κώϑων, Theopomp. com. bei Ath. XI, 483 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στρεψ-αύχην, ενος, ὁ, ἡ, mit gedrehtem, gewundenem Halse, κώϑων, Theopomp. com. bei Ath. XI, 483 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ριψαύχην — ενος, ὁ, ἡ, Α 1. (για ίππο) αυτός που υψώνει ψηλά τον αυχένα 2. (για άνθρωπο) υπερήφανος, αλαζονικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < ῥίπτω + αὐχήν, ένος (πρβλ. μεγαλ αύχην, στρεψ αύχην)] … Dictionary of Greek
στρεψαύχην — ενος, ό, ἡ, Α 1. αυτός που στρέφει τον αυχένα 2. φρ. «κώθων στρεψαύχην» δοχείο με περιεστραμμένο λαιμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψ τού αορ. ἐ στρεψ α τού στρέφω + αύχήν, ένος] … Dictionary of Greek