- στρεπτο-φόρος
στρεπτο-φόρος, eine Halskette tragend, Her. 8, 113.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στρεπτο-φόρος, eine Halskette tragend, Her. 8, 113.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στρεπτοφόρος — ον, Α αυτός που φορά στρεπτό περιδέραιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρεπτός + φόρος*] … Dictionary of Greek