- στρατ-ηλασία
στρατ-ηλασία, ἡ, ion. στρατηλασίη, Heereszug, Feldzug; Her. oft, στρατηλασίην ἐπ' Αἴγυπ τον ἐποιέετο, 2, 1; Sp., wie Plut. Auch das Heer selbst, Her. 8, 140, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στρατ-ηλασία, ἡ, ion. στρατηλασίη, Heereszug, Feldzug; Her. oft, στρατηλασίην ἐπ' Αἴγυπ τον ἐποιέετο, 2, 1; Sp., wie Plut. Auch das Heer selbst, Her. 8, 140, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.