στρατηγικός

στρατηγικός

στρατηγικός, dem Feldherrn oder zum Feldherrn gehörend, ihm geziemend, bes. geschickt zum Feldherrn, in der Feldherrnkunst erfahren; Plat. Ion 540 d Gorg. 455 c; Xen. Cyr. 8, 4, 7; ἔργα, die Werke, Pflichten des Feldherrn, 1, 6, 12; Oec. 20, 6; ἡ στρατηγική, sc. τέχνη, die Feldherrnkunst, Plat. Polit. 304 e Soph. 227 h u. oft; δύναμις, Pol. 1, 84, 6; πρόνοια, 3, 105, 9; dah. auch = listig, εὖ γ' ἀνεῦρες αὐτὸ καὶ στρατηγικῶς, Ar. Av. 362; στρατηγικῶς ἕκαστα συλλογισάμενος, Pol. 11, 16, 5; πολιτικώτερον ἢ στρατηγικώτερον ὑπὲρ τῶν παρόντων ἐβουλεύσατο, 4, 19, 5.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στρατηγικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατηγικός — ή, ό / στρατηγικός, ή, όν, ΝΜΑ [στρατηγός] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε στρατηγό (α. «στρατηγικό σχέδιο» β. «στρατηγικά έργα», Ξεν.) 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει την πείρα και την ικανότητα τού στρατηγού, ο έμπειρος και ικανός… …   Dictionary of Greek

  • στρατηγικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στο στρατηγό: Κατέλαβε το στρατηγικό αξίωμα. 2. «στρατηγικό σημείο», θέση με πλεονεκτήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στρατηγικά — στρατηγικός of neut nom/voc/acc pl στρατηγικά̱ , στρατηγικός of fem nom/voc/acc dual στρατηγικά̱ , στρατηγικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατηγικώτερον — στρατηγικός of adverbial comp στρατηγικός of masc acc comp sg στρατηγικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατηγικωτάτων — στρατηγικός of fem gen superl pl στρατηγικός of masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατηγικῶν — στρατηγικός of fem gen pl στρατηγικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατηγικόν — στρατηγικός of masc acc sg στρατηγικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατηγικώτατον — στρατηγικός of masc acc superl sg στρατηγικός of neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατηγικαῖς — στρατηγικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατηγικαί — στρατηγικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”