στρατοπεδεία

στρατοπεδεία

στρατοπεδεία, ἡ, = στρατοπέδευσις; Xen. Hell. 4, 1, 24; D. Hal. 3, 55 u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στρατοπεδεία — στρατοπεδείᾱ , στρατοπεδεία encampment fem nom/voc/acc dual στρατοπεδείᾱ , στρατοπεδεία encampment fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατοπεδείᾳ — στρατοπεδείᾱͅ , στρατοπεδεία encampment fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατοπεδεία — η, ΝΑ [στρατοπεδεύω] νεοελλ. φρ. «υπηρεσία στρατοπεδείας» στρ. ειδική ομάδα αξιωματικών και οπλιτών που έχει αρμοδιότητα να ανιχνεύει μια περιοχή και να βρίσκει τόπο κατάλληλο για την εγκατάσταση στρατιωτικής μονάδας αρχ. στρατοπέδευση …   Dictionary of Greek

  • στρατοπεδείας — στρατοπεδείᾱς , στρατοπεδεία encampment fem acc pl στρατοπεδείᾱς , στρατοπεδεία encampment fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατοπεδείαι — στρατοπεδείᾱͅ , στρατοπεδεία encampment fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατοπεδείαν — στρατοπεδείᾱν , στρατοπεδεία encampment fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατοπεδειῶν — στρατοπεδεία encampment fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατοπεδεῖαι — στρατοπεδεία encampment fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρατοπεδείαις — στρατοπεδεία encampment fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • полк — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. παρεμβολή) армия, войско; (φάλαγξ), отряд; воинский стан …   Словарь церковнославянского языка

  • ραθυμώ — ῥαθυμῶ, έω, ΝΜΑ, και ῥᾳθυμῶ Α [ῥάθυμος] είμαι ράθυμος, μένω αδρανής χωρίς να εργάζομαι, τεμπελιάζω, αμελώ την εργασία μου («κατελήφθησάν τινες νυκτὸς ἐν τῇ στρατοπεδείᾳ ῥαθυμοῡντες τὰ περὶ τὰς φυλακάς», Διόδ.) νεοελλ. 1. επιθυμώ σφόδρα, ορέγομαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”