- στρατευτικός
στρατευτικός, = στρατευματικός, im superlat. Chaeremon bei Ath. XIII, 562 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στρατευτικός, = στρατευματικός, im superlat. Chaeremon bei Ath. XIII, 562 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στρατευτικός — ή, όν, Α [στρατεύω (Ι)] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στρατεία*, στην εκστρατεία 2. αυτός που υπόκειται στην εκστρατεία, στον πόλεμο, στρατευτός* 3. φιλοπόλεμος … Dictionary of Greek
στρατευτικωτάτους — στρατευτικός inclined to war masc acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατευτικῶς — στρατευτικός inclined to war adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατευτός — ὁ, Α [στρατεύω (Ι)] αυτός που υπόκειται στην εκστρατεία, στον πόλεμο, στρατευτικός* … Dictionary of Greek