- στρατύλλαξ
στρατύλλαξ, ὁ, kom., lim., das lat. imperatorculus, Cic. Att. 16, 15, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στρατύλλαξ, ὁ, kom., lim., das lat. imperatorculus, Cic. Att. 16, 15, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στρατύλλαξ — ακος, ὁ, Α (κωμική λ.) υποκορ. ασήμαντος στρατηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός, με εκφραστικό ένθημα υλλ και επίθημα αξ, ακος (πρβλ. σκύλ αξ)] … Dictionary of Greek