- στρύχνη
στρύχνη, ἡ, = στρύχνος, Diosc. – στρύχνον, τό, Nic. Ther. 878.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στρύχνη, ἡ, = στρύχνος, Diosc. – στρύχνον, τό, Nic. Ther. 878.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στρύχνη — ἡ, Μ πιθ. ο στρύχνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για άλλο τ. τού στρύχνος με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek