- στρόβος
στρόβος, ὁ, auch στροιβός u. στρόμβος, wie στρόφος, Wirbel, das Herumdrehen im Kreise, Aesch. Ag. 643; aber Suppl. 452, ἔχω στρόβους ζώνας τε, συλλαβὰς πέπλων, ein Stück am Gurt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στρόβος, ὁ, auch στροιβός u. στρόμβος, wie στρόφος, Wirbel, das Herumdrehen im Kreise, Aesch. Ag. 643; aber Suppl. 452, ἔχω στρόβους ζώνας τε, συλλαβὰς πέπλων, ein Stück am Gurt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στρόβος — whirling round masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρόβος — ο, ΝΑ νεοελλ. φυσ. στερεό απιοειδούς, συνήθως, σχήματος σώμα που καταλήγει σε ακίδα και περιστρέφεται, όπως η κοινή σβούρα τών παιδικών παιχνιδιών αρχ. περιστροφή, δίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στροβ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τής ρίζας του επιθ.… … Dictionary of Greek
στρόβοι — στρόβος whirling round masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρόβους — στρόβος whirling round masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρόβῳ — στρόβος whirling round masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Stroboscope — Rebonds d une balle capturés au stroboscope à 25 images par seconde. Un stroboscope est une source de lumière intermittente. Par un dispositif mécanique ou électronique, on produit une alternance de phases lumineuses (flashs) et de phases… … Wikipédia en Français
Стробоскоп — Стробоскопическое изображение отскакивающего мяча, снятое с частотой 25 кадров в секунду. Стробоскоп (от греч … Википедия
κόντιλος — κόντιλος, ὁ (Α) (υποκορ. τού κοντός) κοντούλης, κοντούτσικος, μικρούτσικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (Ι) + κατάλ. ιλος (πρβλ. στρόβ ιλος < στρόβος)] … Dictionary of Greek
παλινστρόβητος — παλινστρόβητος, ον (Α) αυτός που περιστρέφεται, που στροβιλίζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + στροβῶ (< στρόβος «περιστροφή»] … Dictionary of Greek
ποινοστροβούμαι — έομαι, Α (για στρατό) τρέπομαι σε φυγή, κατατροπώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποινή + στρόβος «συστροφή, περιστροφή, δίνη»] … Dictionary of Greek
πολύστροιβος — ον, ποιητ. τ. και μτγν. τ. πολύστροβος, Α (για θάλασσα, ποταμό) αυτός που πραγματοποιεί πολλές συστροφές, ταραχώδης, τρικυμιώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + στρόβος «συστροφή, περιστροφή»] … Dictionary of Greek