- στρωματίζω
στρωματίζω, = στρώννυμι, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στρωματίζω, = στρώννυμι, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στρωματίζω — Α [στρῶμα, ώματος] παθ. στρωματίζομαι α) βάζω σαμάρι σε ζώο που μεταφέρει φορτίο β) στρώνω δάπεδο … Dictionary of Greek
ἐστρωματισμένα — στρωματίζω load perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐστρωματισμένᾱ , στρωματίζω load perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐστρωματισμένᾱ , στρωματίζω load perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρωματίσαι — στρωματίζω load aor inf act στρωματίσαῑ , στρωματίζω load aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρωματίζειν — στρωματίζω load pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)