στρυφνότης

στρυφνότης

στρυφνότης, ητος, ἡ, zusammenziender, herber, saurer Geschmack, Theophr. u. Plut.; u. übertr., sauertöpfisches, mürrisches Wesen, Plut. Mar. 2; aber στρ. τῆς λέξεως ist = das durchdringende, D. Hal. de Dem. vi 34.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στρυφνότης — rough fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρυφνότητα — στρυφνότης rough fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρυφνότητας — στρυφνότης rough fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρυφνότητες — στρυφνότης rough fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρυφνότητι — στρυφνότης rough fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρυφνότητος — στρυφνότης rough fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρυφνότητα — η / στρυφνότης, ητος, ΝΜΑ [στρυφνός] η ιδιότητα τού στρυφνού, δριμεία, στυφή γεύση νεοελλ. 1. μτφ. α) (για πρόσ.) δυστροπία, παραξενιά, αναποδιά β) (για λεκτικό ύφος) το να είναι στρυφνό, ακατανόητο αρχ. 1. αυστηρότητα τού τρόπου ζωής 2.φρ.… …   Dictionary of Greek

  • στυφνότης — ητος, ἡ, ΜΑ πιθ. μτφ. αυστηρότητα ή σοβαρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. πρέπει να γραφεί στρυφνότης ή στυφότης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”