- σπῆλυγξ
σπῆλυγξ, υγγος, ἡ, wie σπήλαιον, Höhle; Ap. Rh. 2, 568; Lycophr. 46 u. a. sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπῆλυγξ, υγγος, ἡ, wie σπήλαιον, Höhle; Ap. Rh. 2, 568; Lycophr. 46 u. a. sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπήλυγξ — ἡ, Α σπήλαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σπήλαιο] … Dictionary of Greek
ορχμαί — ὀρχμαί (Α) (κατά τον Ησύχ.) «φραγμοί, καλαμῶνες, φάραγγες, σπῆλυγξ». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρχος* + κατάλ. μή] … Dictionary of Greek
πήλυξ — ἡ, Α ρωγμή, σχισμάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. σπῆλυγξ (βλ. λ. σπήλαιο)] … Dictionary of Greek
σπήλαιο — Όνομα τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (590 κάτ., υψόμ. 80 μ.) στην επαρχία Ορεστιάδας του νομού Έβρου. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (22 τ. χλμ., 590 κάτ.). 2. Ορεινός οικισμός (38 κάτ., υψόμ. 530 μ.), στην επαρχία Δωδώνης του νομού… … Dictionary of Greek
σπηλυγγοειδής — ές, Α σπηλαιώδης, αυτός που έχει σχήμα σπηλαίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπῆλυγξ, υγγος «σπήλαιο» + ειδής*] … Dictionary of Greek
σπηλυγγώδης — ῶδες, Α [σπῆλυγξ, υγγος] σπηλυγγοειδής* … Dictionary of Greek
φιλοσπήλυγξ — ήλυγγος, ὁ, ἡ, Α αυτός που τού αρέσει να μένει σε σπήλαιο («Πανὶ φιλοσπήλυγγι», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + σπήλυγξ «σπήλαιο»] … Dictionary of Greek
όρχος — ο (Α ὄρχος) νεοελλ.) στρ. 1. εδαφικός χώρος σε εκστρατεία, κλειστός ή ανοιχτός, στον οποίο εγκαθίσταται μια στρατιωτική μονάδα που έχει οχήματα, άρματα ή πυροβόλα 2. (κατ επέκτ.) ο οργανωμένος χώρος στη μόνιμη έδρα μιας μονάδας στον οποίο… … Dictionary of Greek