σπέρμα

σπέρμα

σπέρμα, τό, das Gesäete, der Saame, u. übh. der Keim, Alles, worous Etwas erwächst od. entsteht, πυρός Od. 5, 490; – gew. vom Pflanzensaamen, die Saat, Aussaat; H. h. Cer. 308. 354; Hes. O. 448; Her. 3, 97; τὰ σπέρματα, Sämereien, Hes. O. 473; σπέρμα πάσης ἐξαπόλλυται χϑονός, Aesch. Ag. 514, u. öfter; Eur. Or. 552 u. sonst, wie in Prosa, παντὸς σπέρματος πέρι ἢ φυτοῠ Plat. Rep. VI, 491 d, Soph. 265 c; φλογός, Pind. Ol. 7, 48; ὄλβου, P. 4, 255; – auch thierischer Saamen, u. = Sohn, Abkömmling, Sprößling, N. 10, 81, vgl. 17; oft bei Tragg.: μὴ 'ξαλείψῃς σπέρμα Πελοπιδῶν τόδε, Aesch. Ch. 496; Μεγαρεὺς Κρέοντος σπέρμα, Spt. 456; Prom. 707; ὦ σπέρμ' Ἀχιλλέως, Soph. Phil. 364, u. öfter; auch im plur., πρὸς τῶν ἐμαυτοῠ σπερμάτων, O. C. 606; aber τοὐμὸν δ' ἐγὼ κεἰ σμικρόν ἐστιν, σπέρμ' ἰδεῖν βουλήσομαι, O. R. 1077, ist = von wem ich entsprossen, meinen Vater, Schol. γένος; Eur. τὸ Σισύφειον σπέρμα, I. A. 524; πᾶν τὸ ϑῆλυ σπέρμα Καδμείων, Bacch. 35; so auch Thuc. 5, 16, wo der Ausdruck aus einem Orakel entnommen ist; auch bei Plat., ἄνϑρωποί τε καὶ ἀνϑρώπων σπέρμασι νομοϑετοῠμεν, Plat. Legg. IX, 853 c; vgl. Xen. Mem. 4, 4, 23. – Uebh. Ursache, Veranlassung wozu, ὁ τὸ σπέρμα παρασχὼν οὗτος ἦν, Dem. 18, 159; λογικοῠ, S. Emp. adv. nhys. 1, 101.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σπέρμα — seed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπέρμα — (Βιολ.). Το έκκριμα των όρχεων του άνδρα. Βλ. λ. ουρογεννητικό σύστημα. * * * το, ΝΜΑ 1. σπόρος φυτού (α. «τα σπέρματα τών αγγειόσπερμων φυτών» β. «σπέρματα δάσσασθαι και ἐπισπορίην ἀλέασθαι», Ησίοδ.) 2. φυσιολογικό υγρό που αποτελείται από… …   Dictionary of Greek

  • σπέρμα — το 1.σπόρος. 2. πυρήνας καρπού, κουκούτσι. 3. το έκκριμα των γεννητικών οργάνων του άντρα ή γενικά των αρσενικών ζώων με το οποίο γίνεται η γονιμοποίηση των θηλυκών ωαρίων. 4. απόγονος, τέκνο: Είναι σπέρμα διαβόλου αυτό το παιδί. 5. πρώτη αφορμή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπόρος ή σπέρμα — Σπερμοβλάστη που μετασχηματίστηκε και αναπτύχθηκε μετά τη γονιμοποίηση και η οποία περιέχει τουλάχιστον το έμβρυο· είναι το τυπικό όργανο πολλαπλασιασμού των ανθόφυτων ή καλύτερα των σπερματόφυτων (= φυτά με σπέρματα). Στα γυμνόσπερμα και στα… …   Dictionary of Greek

  • σπέρμ' — σπέρμα , σπέρμα seed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοσχοκάρυδο — Σπέρμα του καρπού της μυριστικής της ευώδους (οικογένεια μυριστικίδων, δικοτυλήδονα), που κατάγεται από τις Μολούκες νήσους και καλλιεργείται σε διάφορες τροπικές χώρες. Αποτελεί δέντρο εύοσμο σε κάθε τμήμα του. Τα μ. είναι ογκώδη, ωοειδή… …   Dictionary of Greek

  • σπερμάτοιν — σπέρμα seed neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπερμάτων — σπέρμα seed neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπέρμασι — σπέρμα seed neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπέρμασιν — σπέρμα seed neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπέρματα — σπέρμα seed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”